Ολοκληρώνουμε σήμερα με τον ζωγράφο Γιώργο Μούγιο.
Είναι το δεύτερο λεύκωμα του Ευάγγελου Ανδρέου. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1981 από τις εκδόσεις «ΔΕΛΦΟΙ».
Θα ξεκινήσω με δύο λόγια για τη σπουδαία γυναίκα και ζωγράφο Κάτια Μούγιου.
«Για τη φανερή μνήμη της γυναίκας μου Κάτιας που στάθηκε η πολύτιμη δροσοσταλίδα στην εναγώνια καλλιτεχνική μου οδοιπορία». Θα προχωρήσω στο πρόλογο του λευκώματος «Γιώργος Μούγιος». Μεταξύ των άλλων γράφει ο Ευάγγελος Ανδρέου:
«Δεν είναι εύκολο να μπει στο εργαστήρι της έρευνας ο πρισματικός λίθος των αναζητήσεων των τάσεων και των κύκλων που τούτη τη στιγμή στραφταλίζει μέσα στην καλλιτεχνική μας πραγματικότητα, με την περίπτωση του ζωγράφου Γιώργου Μούγιου. Θα περίσσευε κάποια ρανίδα αισιοδοξίας. Για τον ευσυνείδητο ερευνητή, αν είχε να βασίσει τις εκτιμήσεις του πάνω σε ένα ξεδιάλεγμα από έργα ομοιογενή και βέβαια κάποιας συνηθισμένης αριθμητικής ποσότητας. Εδώ και μόνο η καταγραφή είναι από το προοίμιο αδύνατη, αφού ένας μεγάλος όγκος διασπαρεί στη διάρκεια των πενήντα περίπου ατομικών εκθέσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από την άλλη μεριά του έργου, η δαιδαλώδης βιωματική του και οι αντιθέσεις από τη στιγμιαία αφέλεια μέχρι τον οραματισμό, σε φέρνουν αντιμέτωπο με τα προβλήματα όχι τόσο μελέτης όσο εισαγωγής στη τέχνη. Αυτή την ταξιδιωτική ευαισθησία όπου ο Άγγελος Προκοπίου διέκρινε, την ανανέωσε του ζωγράφου, προσπάθησε να μιμηθεί αστόχαστα ο Τώνης Σπητέρης στα 1957. Η απάντηση έφτασε αποστομωτική στη συνέχεια των χρόνων. Το ταξίδεμα έφερε τη γνώση και την επίγνωση. Γοργά το εργένικο χέρι αποθησαυρίζει σ΄εκατοντάδες πίνακες την οδοιπορική συγκίνηση. Στο “πηγαιμό για την Ιθάκη” αποχτήθηκαν οι “καλές πραγμάτειες” κι ακολούθησαν στο αραξοβόλι το ελληνικό, οι γόνιμες ώρες. Ο Μούγιος καθιερώνει την αφηγηματική ζωγραφική. Ο Μούγιος πήγε στη “Λακωνία” έκατσε στη σκηνή για να φέρει κάποια κομμάτια και ο Λάκωνας πρέσβης σε έκθεση στον Παρνασσό θα πει σε “συγχαίρω, αναγνωρίζω την πατρίδα μου”. Η “Χιροσίμα” και τέλος η “Τεχνολογία” είναι οι δύο άλλες μορφές της τέχνης του.
Ο Ευάγγελος Ανδρέου, εκδότης στο λεύκωμα «ΜΟΥΓΙΟΣ», σε ένα σημείο γράφει:… «περιμένοντας ανάμεσα στα πιο δύσβατα τεχνοτροπικά μονοπάτια, ήταν επόμενο ο Μούγιος να γνωρίσει όλη τη γοητεία των ακραίων και παράδοξων συνθεμάτων της ζωγραφικής, πράγμα που γεννάει την εύλογη απορία: πως μπόρεσε εκείνος ο αυστηρός ανατόμος και δογματικός μορφίστας να ξεπεράσει του φραγμούς της παραστατικής παράδοσης. Μεταφερόμαστε στα θρησκευτικά του θέματα. Δραματική γαλήνη για το Θείο Πάθος εκστασιασμός στη Γέννηση, γλυκύτατη και προσμονή του αναπόδραστου στη Βρεφοκρατούσα. Οι περιμορφικοί φωτισμοί στα “φόρτε” τους. Εδώ είναι το μυστικό». Και κλείνει το κείμενό του με τούτα τα λόγια:… «Μας δίνει λοιπόν ο ίδιος ο ζωγράφος το όλο για να κρίνουμε το επιμέρους. Μ΄αυτό εδώ που το φαινόμενό του δείχνεται “αλλοπρόσαλλο” στην ουσία του αποτελεί τον ίσο και τον μεθοδικό δρόμο της εικαστικής δημιουργίας. Τώρα σταματάει κι η αρμοδιότητα του κριτικού που θεώρησε, επόπτευσε, διερεύνησε και έφτιαξε το έργο πάνω στην κλίμακα των αισθητικών αξιών για ν΄αρχίσει η αποδοχή του από τον κόσμο, από τη “φωνή του λαού” που θα δείξει εκείνη και το μέτρο της αισθητικής του επίδρασης».
Ο Στρατής Μυριβήλης της Ακαδημίας Αθηνών θα γράψει: … «τη χαρά που μού ΄δωσαν τα χρώματά σου και η συνθετική φαντασία που υπάρχει τόσο έντονα εκφρασμένη στα έργα σου. Πρέπει νά ΄σαι ικανοποιημένος για το νέο μεγάλο βήμα που έκανες στον αγώνα σου για την κατάχτηση της τέχνης σου».
Ο Μιχαήλ Τόμπρος, επίσης της Ακαδημίας Αθηνών, συμπληρώνει:
«… Η ανιδιοτέλειά του μας δίνει το μέτρο της ιδεαλιστικής του έξαρσης και την πνευματική του ειλικρίνεια. Μας προσφέρει δηλ. τα στοιχεία εκείνα επί των οποίων και μόνο είναι δυνατό να στηριχθεί ένα πραγματικά αληθινό και βιώσιμο έργο κι΄αυτό νομίζω επιτέλεσε ο Μούγιος. Γι΄αυτό και αισθάνομαι να υψώνεται στην εκτίμησή μου.
Και κλείνω αυτή τη μνήμη – παρουσίαση του άλλοτε φίλου μου ζωγράφου Γιώργου Μούγιου με τη κριτική του Άγγελου Προκοπίου:
«… Η ανανέωσή του είναι αισθητή σε πολλούς πίνακές του από τους δρόμους της Ευρώπης. Το χρώμα του έχει καθαρίσει και στην γκρίζα ατμόσφαιρα των τοπίων της Στοκχόλμης, καθώς και στα κουρελιασμένα μεγαλεία της Βενετίας οι τόνοι σμίγουν και τραγουδούν μ΄ εγκράτεια. Το σχέδιό του απέκτησε μια χορευτική ευδιαθεσία που δίνει στους πίνακές του θέλγητρο. Στα έργα αυτά ο Γιώργος Μούγιος παρουσιάζει μια πρόοδο αξιέπαινη…»
Γράφοντας σήμερα για τοΝ Γιώργο Μούγιο αναλογίζομαι κείνη την μέρα Μάης 1978 στο εργαστήρι του ενώ του διάβαζα την παρουσίασή του από την εφημερίδα «Χρονογράφος», που είχα γράψει και πίνοντας καφέ κάποια στιγμή σκύβει με δάκρυα από ικανοποίηση και μου φίλησε το χέρι.