Όρθιος στον Ηλεκτρικό, κατέβαινα για το Μοναστηράκι. Το σκηνικό ήταν χάρμα. Το βαγόνι τίγκα. Η κοπέλα είχε ολόκληρο τον νεαρό δικό της, κι αυτός της έδινε δημόσια φιλιά, ίσως για να της δώσει να καταλάβει και να καταλάβουμε και εμείς το πόσο άνδρας είναι και το πόσο ξαφνικά έπρεπε να της δείξει την αγάπη του μες το τραίνο εκείνη τη στιγμή στο βαγόνι μεταξύ Ν. Ηρακλείου και Ν. Ιωνίας. Λίγο πιο πέρα μια άλλη κατά τα άλλα καλοβαλμένη εκκολαπτόμενη, μάσαγε τη ροζ φουσκότσιχλά της με δυνατά κροταλίσματα και κάθε λίγο, μ’ ένα ηχηρό και οργισμένο «κλατς», πέταγε προς τα έξω την απαίσια φουσκάλα που είχε φτιάξει, απολαμβάνονας προφανώς το πόσο όλοι οι γύρω της -κατά την άποψή της- την εθαύμαζαν.
Το όμορφο σκηνικό πλαισίωναν και δυο – τρεις νεαροί Νεοέλληνες που κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα, αποκαλώντας σχεδόν σε κάθε φράση τους ο ένας τον άλλον, μ…κα! Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι υπερήφανος για τον τόπο μου. Στον επόμενο σταθμό μπήκαν στο βαγόνι και στριμώχθηκαν όρθιοι ένα νεαρό ζευγάρι ξένων. Ο άνδρας κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό κοριτσάκι που ακόμη και αν του έφευγε από τα χέρια, θα ήταν αδύνατον να πέσει κάτω, καθώς ήμαστε όλοι μες το βαγόνι στριμωγμένοι σαν παστές σαρδέλες! Σε κάθε φρενάρισμα μάλιστα ή ξεκίνημα του τραίνου που ο μπαμπάς αγωνιούσε για την ακεραιότητα του παιδιού του, εκείνο ευτυχώς φαινόταν να διασκεδάζει το μικρό δράμα που εξελισσόταν και γελούσε με την καρδιά του ενώ πολλοί ταλαίπωροι συνεπιβάτες κουνούσαν το κεφάλι τους βλέποντας τα μαύρα μας τα χάλια.
Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να βοηθήσει, εκτός από του να ρίχνει μερικές ματιές παρηγοριάς προς τους γονείς του μικρού. Ματιές που έκρυβαν μεν συμπόνοια αλλά και αμήχανη ντροπή μας για το ότι κανένας και καμιά καθισμένη, ούτε που διανοήθηκαν να προσφέρουν τη θέση τους, μηδέ βέβαια και των παιδοβούβαλων που συνέχιζαν τους ευγενείς διαλόγους των πολύ φωναχτά και προκλητικά, απευθυνόμενοι ο ένας στον άλλο εκλεκτό της παρέας με την γνωστή εθνική μας ρήση που ανέφερα παραπάνω και που δυστυχώς φαίνεται να καθιερώθηκε πλέον στο λεξιλόγιο της νέας μας γενιάς!
Ευτυχώς πάντως που το θλιβερό βαγόνι μας εμπλουτίσθηκε εν τω μεταξύ με καινούργιους δύστυχους επιβάτες που διαλαλούσαν την… ευημερία και συγχρόνως την αισιοδοξία τους για τη ραγδαία ανάκαμψη του τόπου μας που αναμένεται μέρα με τη μέρα μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου! Από την άλλη μεριά, δεν ήξερες εάν -ορισμένους από αυτούς- πραγματικά έπρεπε να τους συμπονέσεις ή να τους θαυμάσεις για τη μαεστρία τους στο να μεταμφιέζονται σαν θύματα της «κακούργας κοινωνίας» που τάχα τους κατατρύχει και που εν πάσι περιπτώσει, αυτοί κατορθώνουν να επιζούν χωρίς να προσπαθούν καν εκ συστήματος να βρουν μια οποιαδήποτε εργασία.
Έτσι λοιπόν κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το βαγόνι μας σαν μια εικόνα σύγχρονης Βαλκανικής Ελληνικής κοινωνίας, κινούμενης όμως με ρυθμούς πλήρους παρακμής πάνω σε πολύ ισχνούς άξονες πολιτισμού και παιδείας. Τώρα μάλιστα που πρόσφατα ακούγεται ότι μελετάται να κοπεί και το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολειά μας, τα πράγματα υποθέτω ότι θα γίνουν πιθανώς πιο απλά, όπως άλλωστε από ορισμένους απλουστεύθηκε και κομμάτι της ιστορίας μας με την άποψη περί… συνωστισμού στη Σμύρνη!
Όμως, συγχωρείστε με. Παρ’ ολίγο να ξεχάσω το βαγόνι στο οποίο όρθιος και εγώ παρακολουθώ τις διάφορες σκηνές του κακόγουστου τσίρκου που παρελαύνει μπροστά μου. Το παιδάκι… σώζεται ακόμη στην αγκαλιά του πατέρα του που άντεξε αξιοπρεπέστατα μέχρι την Ομόνοια και που μέχρι εκεί, κανένας δεν είχε σκεφθεί να του προσφέρει μια θέση. Υποθέτω ότι το ζευγάρι των ξένων με το παιδί, κατέβηκαν από το τραίνο αρκετά εντυπωσιασμένοι με τα όσα… απόλαυσαν κατά το μικρό τους ταξίδι Κηφισιά-Ομόνοια.
Και εγώ κατέβηκα σε λίγο στο Μοναστηράκι. Όμως, είχα μοιρασμένα τα δικά μου συναισθήματα: Είχα βέβαια την πικρία γιατί μες το βαγόνι έζησα και πάλι μισή ώρα έντονα την… «κατηφόρα» στην οποία ολισθαίνει άσχημα η πνευματική μας παράδοση και καλλιέργεια. Είχα επίσης την ευκαιρία με λύπη να αναλογισθώ άλλη μια φορά το πώς στο φτωχό μας τόπο ένα μεγάλο ποσοστό κατάφερε να επιζήσει και επιζεί ατυχώς με την ψευδαίσθηση μιας επιδεικτικής ψευτοδιανόησης, εγκαταλείποντας τις πραγματικές αξίες στο περιθώριο.
Όμως βγαίνοντας από το σταθμό με το αργό μου βήμα των ογδόντα έξι μου χρόνων και παρ’ όλο τους προβληματισμούς που με γέμισαν οι συνεπιβάτες μου της νέας κυρίως γενιάς του βαγονιού που δεν πρόσφεραν θέση σε κανέναν, αυτοί οι νέοι, μού πρόσφεραν -άθελά τους βέβαια-έ να μικρό δωράκι, δηλαδή, πως δεν τους φάνηκα και τόσο γέρος για να μου προσφέρουν θέση! Έτσι λοιπόν, και εγώ αναθάρρησα και από ‘κει και πέρα ξεχνώντας την «κατηφόρα» του βαγονιού, και με καινούργια δύναμη και λίγη προσπάθεια παραπάνω, επιτάχυνα τα βήματά μου και… ανηφόρισα την Ερμού.
Γιάννης Μελάς