Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Φαίνεται πως ήταν πολύ πρόσφατο το γεγονός της φυλάκισης του περιβόητου ληστή Βαραββά –του γιου του Αββά – τις ημέρες της πιο φημισμένης Δίκης όλων των αιώνων και των χρόνων που έζησε ο Χριστός, για τα κακουργήματά του. Αυτός είχε απασχολήσει πολίτες και άρχοντες. Λήστευε και σκότωνε. Το όνομά του ήταν πασίγνωστο. Ηλέκτριζε τα ιουδαϊκά πλήθη και στις ιδιαίτερες μεταξύ τους συζητήσεις οι πολίτες το είχαν ως θέμα της ημέρας. Κατά μερικούς ερευνητές ονομαζόταν και αυτός Ιησούς. Είχε πάρει μέρος σε στάση εναντίον των ρωμαϊκών αρχών και είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Αλλά οι ηγεμόνες των Ιουδαίων δεν δίστασαν να θέσουν τον Βαραββά στην πλάστιγγα, εξισορροπώντας τον με το όνομα του Χριστού, ζητώντας την απελευθέρωσή του.
Υπήρχε παλιά συνήθεια στους Ιουδαίους, όπως και σε άλλους λαούς, τις ημέρες των μεγάλων εορτών τους Έθνους τους να χαρίζονται οι ποινές σε πολίτες. Έτσι και την εποχή του Πάσχα εκείνου, που διοικούσε την Ιουδαία ο Πιλάτος και οδηγείτο δέσμιος στα δικαστήρια ο Ιησούς Χριστός ως ο έσχατος εγκληματίας, έδειξε μια πρόθεση επιθυμίας και εκδήλωσε με ερώτησή του μια βούληση, προτείνοντας να ελευθερώσει το Χριστό. Όμως το συγκεντρωμένο, αφιονισμένο πλήθος, που είχε μεταβληθεί εκείνη την ώρα σε vulgus (=όχλο) έπειτα από τις εισηγητικές πιέσεις των αρχόντων, ζήτησε αντί του Ιησού να ελευθερώσει το Βαραββά. Ο Ιωάννης (ιη 28 κε) και ο Ματθαίος (κζ 11-26) παρέχουν διεξοδική μαρτυρία στο γεγονός, που κατέληξε στην εκτέλεση μιας κυριολεκτικά παρωδίας δίκης άδικης. Ο Πιλάτος βέβαια ταράχτηκε με την πρόταση του πλήθους, όμως την πραγματοποίησε εξαιτίας του τελειωτικού ακαταμάχητου επιχειρήματος των Ιουδαίων ότι, εάν ελευθερώσει αυτόν τον άνθρωπο (=τον Ιησού), δεν είναι φίλος του Καίσαρα, γιατί όποιος πει πως είναι βασιλιάς, είναι εναντίον του Καίσαρα.
Αυτό ήταν και το τελειωτικό ακαταμάχητο επιχείρημα των Ιουδαίων. Γιατί στην ερεθισμένη από μίσος οχλαγωγία, το να αρνηθείς το Θεό γι’ αυτούς είναι μικρή υπόθεση, όπως και να σκοτώσεις, αφού ο σκοπός αγιάζει τα μέσα «Scopus sanctificat medias». Να συνωμοτείς όμως εναντίον του Καίσαρα, αυτό σημαίνει πως διαπράττεις το έγκλημα των εγκλημάτων. Ο Πιλάτος αποσύρθηκε στον εαυτό του και βασανίστηκε πολύ σκεπτόμενος. Βρέθηκε στην τραγική θέση να υποτιμήσει τη λαϊκή εξέγερση και προσπάθησε να αποδώσει δικαιοσύνη μάλλον από πνεύμα αντίδρασης κατά των οχλαζόντων Ιουδαίων. Τελικά υποχώρησε, παραμέρισε τον ψυχολογικό παράγοντα, απαγγέλλοντας την καταδίκη με το νίψιμο των χεριών του εκείνη την παγερή ολονυχτία στο στημένο δικαστήριο με την εικονική δίκη, πλην όμως κορυφαίας ιστορικής σημασίας σε αλληλουχία γεγονότων.
Οπωσδήποτε ελεύθερος ο Βαραββάς θα μπορούσε να συνεχίσει την κακοποιό δράση του˙ να την εγκαταλείψει και να έρθει σε θεογνωσία δεν φαίνεται πιθανό, αφού ακόμη και σε παλιές παραδόσεις μας φαίνεται να συνεχίζει. Ανήκει και αυτός στα μοιραία άτομα, όπως και ο Ιούδας, που περιπλανώμενα ανάμεσα στους ανθρώπους των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, διαπράττουν εξακολουθητικά αδικήματα π.χ. ο περιπλανώμενος Ιούδας, ο Βαραββάς κλπ., ο έχων την εθνότητα του Εβραίου γενικά, πέρασαν στη λαογραφία μας ως δρώντα παρελθοντικά ή σύγχρονα πρόσωπα. Και ο λαός δεν έτρεφε καμιά συμπόνια γι’ αυτά. Άλλωστε οι παλαιότεροι θυμόμαστε στο Μαρούσι το κάψιμο του Ιούδα στην πάνω πλατεία την Κυριακή του Πάσχα και με τι «αλάφρωση καρδιάς» γινόταν αυτή η συμμετοχική των πολιτών πράξη.
Αλλά και το όνομα του Καϊάφα δεν ξέχασε ο λαός στις παραδόσεις του, αφού το καράβι που τον μετέφερε, λέγεται πως ναυάγησε στον κυπαρισσιακό κόλπο και αυτός πνίγηκε στα νερά της λίμνης γι’ αυτό και εκείνη μέχρι σήμερα αποπνέει μια δυσοσμία. Έτσι εξηγεί τη θειούχα οσμή ο λαός, που κάνει σ’ αυτήν τα ιαματικά λουτρά του. Κάτι ανάλογο μάς αναφέρει και μια ευρωπαϊκή παράδοση, πως ο Πιλάτος πνίγηκε στη λίμνη Λουκέρνη της Ελβετίας.
Σε μεταγενέστερους καιρούς η φυσιογνωμία του Βαραββά πέρασε και στο μυθιστόρημα. Ο Βαραββάς έγινε παγκόσμια γνωστός με το μυθιστόρημα της Μαρίας Κορέλλι. Τον ήρωα υποδύθηκε ο Άντονυ Κουήν στον κινηματογράφο, ενώ ο Πολωνός ποιητής Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ (1924-1998) έγραψε ποίημα διερωτώμενος «τί απέγινε ο Βαραββάς;». «Ίσως ο Βαραββάς να γύρισε στη συμμορία του/ πάνω στα όρη να σκοτώνει γρήγορα με ακρίβεια να ληστεύει/ ή ν’ άνοιξε ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής/ και να καθαρίζει τα χέρια του από τα κρίματα/ με τη λάσπη της δημιουργίας/ να’ ναι κουβαλητής νερού ή μουλαράς ή τοκογλύφος/ κάτοχος καραβιών – μ’ ένα δικό του ο Παύλος έπλευσε προς Κορινθίους/ ή – όπως δεν αποκλείεται-/ να έγινε κατάσκοπος και καλοπληρωμένος των Ρωμαίων/ κοίταξε και θαύμασε της μοίρας τα πληκτικά καμώματα/ για ευκαιρίες δύναμης τύχης χαμόγελα/, ενώ ο Ναζωραίος/ έμεινε μοναχός/ δίχως εκλογή/ σ’ απόκρημνο ένα/ μονοπάτι/ ματωμένο». Χαμηλόφωνο και απλό ποίημα, που αποφεύγει την υστερία και την αποκαλυπτική μεγαληγορία των σύγχρονων ποιητών, ημέτερων και παγκόσμιων. Φαίνεται ο ποιητής κλασικός και αυτό τον κάνει να γίνεται οδηγός, για να επιβιώσει στο παρόν. Και όλα τα ποιήματά του είναι οδηγοί επιβίωσης, με συνείδηση του ρόλου του στα κοινωνικά δρώμενα. Έτσι και ο Βαραββάς –άνθρωπος της δράσης- γίνεται μονοκόμματος και φθονερός και εκείνος επιβιώνει ως τις μέρες μας στην κοινωνία μας, που όλα με υπομονή ιώβεια τα αποδέχεται, ελπίζοντας χωρίς καμιά αντίδραση σε αίσιους καιρούς.