Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Tον παππού μου τον πήραν με το ζόρι ένα βράδυ οι Γερμανοί ως μεταφραστή (τύγχανε ο γλωσσομαθής του χωριού) και πήγαν σε ένα κοντινό μοναστήρι, απ’ όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, είχε περάσει η αντάρτικη ομάδα του «καπετάν Γιώτη» (κατά κόσμον Χαρίλαου Φλωράκη), μετά από μια φονική τους ενέδρα κατά των Ναζί κατακτητών. Οι μοναχοί, έντρομοι, είπαν στον παππού μου ότι οι αντάρτες είχαν φύγει πριν λίγες ώρες και ότι λογικά πρέπει να κρύβονται στο κοντινό δάσος. Ο παππούς μου μετέφρασε, εννοείται με κίνδυνο της ζωής του, ότι οι αντάρτες είχαν φύγει μια ημέρα πριν και λογικά ξέφυγαν στα γύρω βουνά. Ο «καπετάν Γιώτης» δεν ξέχασε και του έστειλε μέσω τρίτου ένα «ευχαριστώ». Επίσης, είχε κρύψει σε σπηλιά και περιθάλψει έναν πιλότο των συμμάχων που καταρρίφθηκε στην περιοχή.
Λίγο καιρό αργότερα, ένας εκ των τριών γιών του, και πατέρας μου, ζωηρός οκτάχρονος τότε, δέχθηκε ξυστά σφαίρα στο πόδι του από Γερμανούς, την ώρα που προσπαθούσε να κλέψει άλογα για τους στρατιώτες του Ναπολέοντα Ζέρβα, με τον οποίο είχε μιλήσει νωρίτερα σε ένα πέρασμά του από τον Αττικο-Βοιωτικό κάμπο όπου έβοσκε τα ζώα της οικογένειας.
Ωστόσο, κανένας από τους δύο, δεν θέλησε να «καρπωθεί» κάτι από όλα αυτά, ακόμη κι όταν τη δεκαετία του ‘80 ο κάθε «πικραμένος» δήλωνε αντιστασιακός για να λάβει το περίφημο εκείνο επίδομα επί ΠΑΣΟΚ. Για έναν απλούστατο λόγο: Είτε βοήθησαν «δεξιούς» είτε «κομμουνιστές», το έκαναν αυθόρμητα, ως απλοί άνθρωποι, ως Έλληνες, για να συνδράμουν τους αγωνιστές (συμ)πατριώτες τους. Δεν τους ενδιέφερε η πολιτική προέλευση, αλλά να απαλλαγεί ο τόπος (τους) από τη μπότα του κατακτητή. Γι’ αυτό κι όταν συζητούσα με τον πατέρα μου, κουνούσε πάντα το κεφάλι με απορία και πίκρα για τον Εμφύλιο. Δεν καταλάβαινε γιατί ένα τμήμα του πληθυσμού αυτής της καταπονημένης μικρής χώρας χωρίστηκε σε δύο άκρα αμέσως μετά την απελευθέρωσή της, πνίγοντας στο αίμα και τη δυστυχία τους κατοίκους της και υποθηκεύοντας την ανάταξή της για δεκαετίες.
Με αυτές τις διηγήσεις και παραστάσεις κατά νου, θα μου επιτρέψετε, φίλες και φίλοι, να κουνάω κι εγώ το κεφάλι μου απορημένος και χαμογελώντας πικρά, βλέποντας αυτόν τον διαχωρισμό να επικρατεί ακόμη και σήμερα, μέσω… Εσθονίας.
Μήπως, όμως, αυτό δεν είναι το μεγαλείο της Δημοκρατίας; Να «επιτρέπει» στο 20-30% του πληθυσμού να μαλώνει για το ποιο αντι-δημοκρατικό καθεστώς είναι πιο… φιλικότερο προς τον… χρήστη. Και το υπόλοιπο «άμαχο» 70-80% να βλέπει ξανά τα αληθινά προβλήματα της πατρίδας του (πυρκαγιές, ΕΝΦΙΑ, φόροι, Παιδεία, Δικαιοσύνη, Υγεία κ.ά.) να περνούν σε δεύτερη μοίρα, επειδή κάποιοι επιμένουν να επιλύσουν τις διαφορές μεταξύ Εθνικοσοσιαλισμού και Κομμουνισμού, εν έτει 2017. Και πού; Στη… γενέτειρα της!