Μεσάνυχτα 20 Απριλίου 1967 τελείωσε η συνάντηση πού είχαμε περίπου 10 ΕΔΑίτες στο σπίτι ενός γιατρού στη Νέα Κηφισιά. Οι συζητήσεις αφορούσαν στο τι πρέπει να κάνουμε στις βουλευτικές εκλογές που πλησίαζαν για να ανέβει το ποσοστό της Ε.Δ.Α. για την οποία είμαι υπερήφανος και ειδικά για τον ιδρυτή της, τον μπάρμπα Γιάννη Πασαλίδη, όπως τον λέγαμε, και τους Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζο και τον ταμία της Ε.Δ.Α. Δημήτρη Ασημακόπουλο, δάσκαλο χωρίς διορισμό, που πούλαγε βιβλία για να ζει αυτός και η οικογένειά του.
Τότε κατοικούσα στους Αγίους Αναργύρους, αλλά σαν παλιός Κηφισιώτης και παλιός Δημοτικός Σύμβουλος Κηφισιάς με τον αείμνηστο Γιάννη Βαρουζάκη, με κάλεσαν στη συνάντηση. Όταν τελειώσαμε, παίρνω το αυτοκίνητό μου και κατηφορίζω από την Εθνική Οδό προς Νέα Φιλαδέλφεια – Αγίους Αναργύρους. Όλα πολύ ήσυχα, μικρή η κίνηση στην Εθνική οδό, 12:15 – 12:30 είμαι σπίτι πέφτω για ύπνο. Δίπλα κατοικεί η πεθερά μου η κυρά–Στέλλα.
Κατά της 6:30, πρωί 21 Απριλίου 1967 κτυπάει η πόρτα: «Τάσο παιδί μου κάτι έχει γίνει». Ανοίγω ραδιόφωνο και… η πατρίδα… ντύνομαι και κατεβαίνω Αθήνα. Είχα γραφείο Εμμ. Μπενάκη 16, σχεδόν απέναντι Εμμ. Μπενάκη 15 ή 17 υπήρχε το χρωματοπωλείο του Παν. Τρακαδά. Κλειστή η πόρτα, κτυπάω, μου ανοίγουν και από εκεί βλέπουμε τα τανκς να κατεβαίνουν την Πανεπιστημίου. Φεύγω, ανεβαίνω Κηφισιά να πω στον πατέρα μου και τη μητέρα μου ότι είμαι καλά. Προς το μεσημέρι φεύγω για Αγ. Αναργύρους. Στα σύνορα Ν. Ηρακλείου – Ν. Ιωνίας βλέπω μπλόκο αστυνομίας – στρατού. Στρίβω δεξιά προς Ν. Φιλαδέλφεια, φθάνω σπίτι. Το σπίτι αναστατωμένο, είχε έρθει η αστυνομία να πιάσει τον… λήσταρχο Γιαγκούλα. Το τηλέφωνο λειτουργεί, παίρνω αμέσως έναν δικηγόρο, τον Γιάννη Πουλάκο, ο οποίος είχε γραφείο δίπλα μου, τον ενημερώνω τι έχει γίνει και μου λέει:
– Τάσο μη βγεις από το σπίτι σου και το πρωί να πας στην αστυνομία. Όπως και έκανα. Είχα πολλούς και ωραίους φίλους, αντίθετους ιδεολογικά, αλλά δεν είχα και δεν έχω εμπάθεια και φανατισμό, ότι χειρότερο υπάρχει πάνω στον άνθρωπο.
Άφησα τα πολλά λεφτά πού είχα μαζί μου για τις πληρωμές που έπρεπε να κάνω στα συνεργεία μου και πρωί – πρωί στο αστυνομικό τμήμα Αγίων Αναργύρων. Τον πρώτο που συνάντησα ήταν ο ανθυπασπιστής Ρήγας με τον οποίο είχα άριστες σχέσεις, γιατί στην περιοχή προς Καματερό στο κτήμα Πύργος της Βασίλισσας υπήρχε ένα ακίνητο. Την διαχείριση είχε το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα και ανελάμβανα την επισκευή – συντήρησή του. Τη φύλαξη είχε το αστυνομικό τμήμα Αγίων Αναργύρων και κατά διαστήματα ερχόταν εκεί ο Ρήγας. Παραξενεύτηκε μόλις με είδε και αμέσως μου λέει: «Κύριε Στεφανίδη μη φοβάσαι, έχει γίνει κάτι και μαζεύουν τους Αριστερούς για δύο – τρεις ημέρες όπως έγινε το 1954 όταν ήρθε ο Τίτο στην Αθήνα, επειδή είχε διαφωνήσει με τον Στάλιν και μετά θα σας αφήσουν. Μεγάλο κουράγιο, όπου και εάν βρίσκεται, εάν βρίσκεται, εάν ζει να είναι καλά και τώρα τον ευχαριστώ.
Πάω στο γραφείο του αξιωματικού Υπηρεσίας, του λέω ποιος είμαι, αμέσως μου λέει να βγάλω ότι έχω στις τσέπες μου, τα παραδίδω, με κλείνουν στο κρατητήριο, το οποίο είχε ένα μικρό παραθυράκι στην πόρτα, από το οποίο έβλεπα το παράθυρο του γραφείου του αξιωματικού Υπηρεσίας. Εκεί υπήρχε και ένας υπενωμοτάρχης Βασιλόπουλος ο οποίος έλεγε ότι έπρεπε ακόμη και να μας σκοτώσουν γιατί… Το 1968 όταν γύρισα από Γιούρα, ο Ρήγας έμαθα εστάλη στη Λάρισα και ο Βασιλόπουλος, έγινε ανθυπασπιστής. Πώς να μην πάρει προαγωγή;
Από το παραθυράκι βλέπω σε λίγο να φέρνουν στο γραφείο έναν μετρίου αναστήματος, ήταν 55 ετών, εγώ 37 να λύνει γραβάτα κ.λ.π. οπότε σε λίγο, παρέα μου, μετά από λίγο άλλοι δύο, όλοι κάτοικοι των Αγίων Αναργύρων, αλλά άγνωστοί μου και επειδή δεν είχα καμία σχέση με κατοίκους των Αγίων Αναργύρων με έβλεπαν καχύποπτα, ως χαφιέ πού με έβαλε η αστυνομία για να τους ψαρέψω. Μέσα μου γελούσα αλλά δεν έλεγα τίποτα, έκανα τον ψόφιο κοριό.
Στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια συγκέντρωναν όσους είχαν συλλάβει, αλλά επειδή είχε γεμίσει, μας πήγαν στο Καραϊσκάκη που ήτανε το γήπεδο του Ολυμπιακού. Στην ατυχία μας ήμασταν τυχεροί γιατί μας έβαλαν σε αίθουσες μπάσκετ που το δάπεδο ήταν ξύλινο–παρκέ και υπήρχε ένας εξαιρετικός λοχαγός πού με κάθε τρόπο φρόντιζε να μας κάνει (νερό – τουαλέτες κ.λ.π.) να ζούμε πιο ανθρώπινα. Μετά από τρεις ημέρες, πολύ πρωί εγερτήριο, φόρτωμα σε στρατιωτικά φορτηγά, στο πίσω μέρος δύο αστυνομικοί ήσυχοι και ένας δίπλα στον οδηγό, ο οποίος έλεγε στον στρατιώτη οδηγό, ότι έπρεπε να μας σκοτώσουν!!! Συνάντηση με δεύτερο… κολοβό…
Οι παλαιοί σε χρόνο μηδέν καταλάβανε ότι πάμε σε αρματαγωγό προς Σκαραμαγκά. Μόλις γέμισε σάλπαρε προς το άγνωστο, μόλις έπιασε κάβο και άνοιξε η μπουκαπόρτα, αμέσως οι παλιοί εξόριστοι φώναζαν «Γιούρα». Ήμασταν οι πρώτοι και έτσι στεγαστήκαμε στα κτίρια, πιάσαμε ένα θαλαμάκι, γιατί υπήρχε και μεγάλος θάλαμος, άρχισε το καθάρισμα κ.λ.π. Εκεί μέσα, αν θυμάμαι, ήμασταν 10 ή 12.
Ήρθαν και Κηφισιώτες. Όταν είδαν τις σχέσεις μου με τους Κηφισιώτες, οι των Αγίων Αναργύρων άλλαζαν γνώμη και μου το ομολόγησαν, γελάσαμε.
Αμέσως τότε έκλεισε και η Βουλή, τη φύλαξη της οποίας είχε η Χωροφυλακή όχι η Αστυνομία Πόλεων. Αυτούς τους Χωροφύλακες πήρε η Χούντα και τους έφερε στη Γιάρο για να μας φυλάνε, οι οποίοι ήταν καλομαθημένοι με μακριά νυχάκια στα μικρά τους δάκτυλα και σουλάτσο στο Σύνταγμα κ.λ.π., όταν ξαφνικά βρίσκονται… εξόριστοι στη Γιάρο για να μας φυλάνε. Με τα επόμενα αρματαγωγά έφεραν κτυπημένους τον Ηλία Ηλιού, τον Δήμαρχο Περιστερίου, λιμενεργάτες κ.λ.π. τους κτύπησαν κατακάθια – καθάρματα κυρίως της Αστυνομίας.
Ήταν η αρχή μιας καινούριας ζωής μου…
Τάσος Στεφανίδης