Λίγοι άνθρωποι βάδιζαν στο απόμερο δρομάκι, το όμορφο και γαλήνιο, εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα.
Ολόχρυσες ηλιαχτίδες γλιστρούν από κλαδί σε κλαδί και κάνουν τις λίγες σταγόνες της βροχής που απομένουν, λαμπερά διαμαντάκια.
Πέρα στο βάθος του ορίζοντα, κάποιες απομακρυσμένες κορυφές ενώνονται με το γαλάζιο του ουρανού σ’ ένα φαντασμαγορικό φόντο.
Ολόλευκες νυφούλες οι αμυγδαλιές, υψώνουν το παράστημά τους περήφανα και σπάζουν με τη λαϊκή ομορφιά τους τη μονοτονία στην χειμωνιάτικη ακόμη, φύση.
Με θαυμασμό στάθηκα στην πανέμορφη κορμοστασιά μιας αμυγδαλιάς και άρχισα να κουβεντιάζω μαζί της:
– Πόσο ωραία, πόσο αφάνταστα όμορφη είσαι, καλή μυγδαλιά. Ο νους μου μπορεί να συλλάβει το μυστήριο της δημιουργίας σου. Η ψυχή μου φτερούγισε από χαρά και συγκίνηση όταν σε αντίκρισα.
– Πραγματικά, είμαι όμορφη. Δεν θέλω να υπερηφανευτώ αλλά να, πώς να σου το πω; Νομίζω πως καμαρώνω μόνο για τα κάλλη μου μέσα στο ναό της φύσης.
– Μα, εσύ είσαι η μόνη που άνθισες μέσα στην παγωνιά του χειμώνα και σκόρπισες με την ολόλευκη στολή σου την αισιοδοξία στη φύση και στους ανθρώπους. Όλα τ’ άλλα δέντρα δεν ξύπνησαν ακόμα, από τη χειμερινή τους νάρκη. Τι γοητεία που σου δίνουν τα λουλουδάκια σου! Μεγάλη αγαλλίαση ένιωσα όταν σε είδα να ραίνεις με τις αμέτρητες λεπτές μαργαρίτες σου τη μητέρα γη. Δεν μπορώ να εκφράσω της ψυχής μου τα αισθήματα.
– Ναι, καλή μου φίλη, έτσι είναι. Εγώ, μέσα στον παγερό χειμώνα, με το τσουχτερό κρύο, φέρνω το μήνυμα μιας πανέμορφης εποχής, της άνοιξης. Δίνω την ελπίδα στον άνθρωπο και του υπόσχομαι πως σε λίγο θα χαρεί τη μαγεία και την ομορφιά του ανοιξιάτικου σκηνικού.
– Αφάνταστα σε ζηλεύω, βασίλισσα του χειμώνα, τώρα που όλα τα άλλα δέντρα είναι γυμνά και σκελετωμένα. Όλοι οι άνθρωποι σε θαυμάζουν και σε καμαρώνουν.
– Δε σκέφτηκες, όμως, καλή μου φίλη, το ξεροβόρι και τη βροχή που με μαστιγώνει με τα αμέτρητα μαστίγιά της, καθώς και τα χιόνια που μου παγώνουν το στόμα. Δεν τα φοβάμαι όμως, γιατί έχω στερεώσει βαθιά της ρίζες μου μέσα στη γη και στέκομαι αλύγιστη μπροστά τους.
– Πανέμορφη μυγδαλιά μου, είσαι μια υπέροχη ζωγραφιά μέσα σε μια κατάλευκη κορνίζα, όταν το χιόνι σκεπάζει τη γύρω περιοχή. Συ, ολάνθιστο δέντρο, γλυκαίνεις τις ψυχές των ανθρώπων και τους προετοιμάζεις να υποδεχτούν μια ζεστή και όμορφη εποχή.
– Εσύ, παιδί μου, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι μοιάζεις με μένα; Αν δεν το έχεις, μάθε το τώρα. Στην ψυχή σου υπάρχει το δέντρο της αρετής. Όσο περνούν οι μήνες και τα χρόνια, τόσο ρίχνει βαθύτερα. Καλλιέργησε λοιπόν και συ, στην ψυχή σου, το πανέμορφο αυτό δέντρο της αρετής με τα λευκά λουλούδια και να είσαι βέβαιη πως θα σκορπάς πάντα στους ανθρώπους τη χαρά και την αισιοδοξία. Θα είσαι ένα αμάραντο λουλούδι, που θα προμηνάς το μήνυμα μιας όμορφης ζωής, λουομένης στο φως της θεϊκής παρουσίας. Έτσι, σιγά-σιγά, θα μου μοιάζεις όλο και περισσότερο και η ομορφιά της ψυχής σου, ίσως να ξεπεράσει την πρόσκαιρη δική μου ομορφιά.
Μετά από έναν τέτοιο όμορφο αλλά και διδακτικό διάλογο, αποχαιρετώ την πανέμορφη νυφούλα και τρέχω να βρω την καλή μου συντροφιά.
Εσπερινός σε εξωκκλήσι
Είναι ένα ειδυλλιακό ανοιξιάτικο δειλινό.
Η συντροφιά μας αφήνει την πολυθόρυβη πόλη. Πηγαίνουμε να χαρούμε λίγο την πανέμορφη εξοχή. Προχωρούμε προς τον καταπράσινο λόφο. Η φύση γύρω είναι στολισμένη με ρόδινες και μενεξεδένιες αποχρώσεις. Ο ζωοδότης ήλιος με τα πορφυρά του χρώματα φλογίζει τα πελώρια δέντρα του απέναντι βουνού και χαρίζει στα εκστατικά σπίτια το περιστεφανώνει μια φυσική καταπράσινη κορνίζα. Οι άνθρωποι του μόχθου και του ιδρώτα, οι δουλευτές της μάνας γης, γυρίζουν στα σπίτια τους. Τα κουδουνίσματα των κοπαδιών ξεμακραίνουν σε απέραντα λιβάδια. Ο φτερωτός κόσμος των πουλιών με γλυκόλαλα τιτιβίσματα αποχαιρετά την ημέρα που ξεψυχά.
Μέσα σ’ αυτήν τη μυστηριακή γαλήνη και ομορφιά, που όλα πάνε να ησυχάσουν, ο γλυκός και ειρηνικός ήχος της καμπάνας μας καλεί στον άγιο χώρο του εξωκκλησιού. Σιγά-σιγά ανηφορίζουμε προς το απλό, αλλά επιβλητικό μέρος. Οι αγιογραφίες του παλιές, αλλά τόσο εκφραστικές. Οι εικόνες του με την ωραία Βυζαντινή τους τεχνοτροπία και την εκφραστικότητά τους, ζωντανεύουν μπροστά μας μορφές Αγίων και νιώθουμε εξαϋλωμένοι.
Η ευφροσύνη της ψυχής μας κορυφώνεται όταν αρχίζει η ακολουθία του Εσπερινού. Όλοι οι συναγμένοι στον άγιο τούτο χώρο προσεύχονται με ευλάβεια και κατάνυξη. Στέλνουν ταπεινά τις δεήσεις τους στον Πλάστη και Δημιουργό. Η γλυκιά ψαλμωδία των ψαλτών πλημμυρίζει το χώρο της μικρής εκκλησίας και ευφραίνει τις ψυχές των πιστών.
Ο γερο-παπάς, με τη σεβάσμια μορφή, αναπέμπει δοξολογίες στο Θεό και προσεύχεται για όλους μας. Όταν ο λειτουργός του Υψίστου ψάλλει μελωδικά το «Φως ιλαρόν», η ψυχή μου πλημμυρισμένη από αγνά αισθήματα, φτερουγίζει προς το ουράνιο μεγαλείο. Το λιβάνι μοσχοβολά και ο λιβανωτός της προσευχής μας ανεβαίνει στον ουρανό. Η ψυχή μας εξαγνίζεται.
Ζούμε στιγμές πραγματικής επικοινωνίας με τον Πλάστη και Δημιουργό. Αισθανόμαστε τον ψυχικό μας κόσμο να μετεωρίζεται δροσερά και ανάλαφρα προς τον όμορφο και παραδείσιο κόσμο του ουρανού. Είναι σπάνιες αυτές οι στιγμές, μα τόσο ζωντανές, τόσο αφάνταστα συγκλονιστικές, που δονούν την ψυχή και την κάνουν να εγγίζει Εκείνον.
Η σύναξή μας αυτή στο μικρό ιερό χώρο του εξωκκλησιού, θα μου μείνει ζωηρή στη μνήμη. Στείλαμε της ψυχής μας την ευωδιά προς τον Ύψιστο και δεχτήκαμε απ’ Αυτόν τα θεία δώρα της ευλογίας Του.
Μ’ αυτά τα αισθήματα αποχαιρετούμε τον ιερό χώρο της εκκλησίας, κάνουμε το σταυρό μας και αφάνταστα ικανοποιημένοι παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.
Ανδρέας Φ. Βασιλείου
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας