Ανάμεσα στις πολλές και σπουδαίες μορφές ντόπιων και ξένων, που έζησαν στο Μαρούσι ανήκει και ο ιδρυτής της Εγκληματολογίας στην Ελλάδα και διαπρεπής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γαρδίκας.
Γράφει ο Δ. Μασούρης
Σημειώνεται πως η Εγκληματολογία είναι ο κλάδος της ποινικής επιστήμης, που προσδιορίζει και μελετά τις αιτίες των διαφόρων εγκλημάτων και προτείνει τα αναγκαία μέτρα, που πρέπει να παρθούν από την πολιτεία για την ασφαλή πρόληψη και τη δραστική καταστολή τους.
Ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας ήταν γιος του Γεωργίου Γαρδίκα, επίσης καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1896 και πέθανε στο Μαρούσι το 1985. Καταγόταν από τα Λαγκάδια της Γορτυνιακής Αρκαδίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπ. Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετία, στα Πανεπιστήμια της Ζυρίχης και της Γενεύης. Εξειδικεύτηκε στις ποινικές επιστήμες. Το 1918 αναγορεύτηκε διδάκτωρ και υφηγητής στο Πανεπ. της Γενεύης με άριστη επαινετική εισήγηση και θερμή συνηγορία των καθηγητών του.
Τον επόμενο χρόνο, παρά τις δελεαστικές προτάσεις των πανεπιστημιακών του δασκάλων για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελβετία και επιτυχημένη σταδιοδρομία του στη Γενεύη, ο Γαρδίκας, απορρίπτοντας τις προτάσεις για παραμονή του στο εξωτερικό και σταδιοδρομία εκεί, γύρισε στην Ελλάδα. Μοναδικός του σκοπός ήταν να φέρει την επιστήμη της Εγκληματολογίας και να την εφαρμόσει στη χώρα μας σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Ελλάδα τότε (1919) μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης από τον τουρκικό ζυγό, είχε έλλειψη ειδικευμένου επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού για την κατάλληλη στελέχωση και πλήρη κάλυψη των νέων δημοσίων θέσεων ιδιαίτερα στις εγκληματολογικές υπηρεσίες.
Η τότε κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, για να επανδρώσει τη διοίκηση των ανύπαρκτων αυτών υπηρεσιών και αξιοκρατικά επέλεξε τον Κωνσταντίνο Γαρδίκα, αναθέτοντάς του καθήκοντα γενικού γραμματέα της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπως γράφει και ο Θεόδωρος Παπασταθόπουλος στην εφημερίδα «Βραδυνή» στις 18.1.1984.
Όταν όμως το 1920 απελευθερώθηκαν από το στρατό μας οι ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, ο Γαρδίκας ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση των σωφρονιστικών υπηρεσιών της Υπάτης Αρμοστείας της Σμύρνης και με εντολή του Βενιζέλου ασχολήθηκε, καλώντας επιτυχημένους Έλληνες καθηγητές, που ζούσαν και δίδασκαν σε ευρωπαϊκά κ.ά. πανεπιστήμια για την ίδρυση Πανεπιστημίου στη Σμύρνη (1920-1922). Τότε μάλιστα είχε καλέσει και πήγε εκεί για την ανάληψη καθηκόντων, τον καθηγητή των Μαθηματικών και διάσημο πλέον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή (Βερολίνο 1873 – Μόναχο 1950).
Έτσι οργανώθηκαν και τέθηκαν σε λειτουργία στην απελευθερωμένη ελληνική Ιωνία οι επιστήμονες και το σωφρονιστικό σύστημα. Υπήρχαν βέβαια τεράστιες ελλείψεις. Χάρη όμως στη συμβολή δυνατών αγωνιστών, όπως του Κ. Γαρδίκα, του Κ. Καραθεοδωρή κ.ά. γεφυρώθηκαν τα κενά και οι υπηρεσίες λειτούργησαν απόλυτα ικανοποιητικά και επιτυχημένα.
Αλλά το 1922 συμπτύχθηκε ο στρατός μας στον Ελλαδικό χώρο και ο Γαρδίκας γύρισε στην Αθήνα. Η τότε κυβέρνηση των Πλαστήρα – Γονατά – Φωκά του ανέθεσε διοικητικά καθήκοντα στη νεοϊδρυθείσα Δ/νση Αστυνομίας του υπουργείου Εσωτερικών. Παράλληλα είχε φέρει η κυβέρνηση και μία οργανωτική επιτροπή από την Αγγλία για να εφαρμοστεί το αγγλικό αστυνομικό και σωφρονιστικό πρότυπο στην Ελλάδα. Ο Γαρδίκας συνεργάστηκε με αυτή και κατόρθωσε να προσαρμόσει με επιτυχία το αγγλικό πρότυπο λειτουργίας της αγγλικής αστυνομίας στην τότε ισχύουσα ελληνική νομοθεσία και την υπάρχουσα πραγματικότητα. Έτσι η Αστυνομία κινήθηκε ως σύγχρονο για την εποχή αστυνομικό σώμα και επέτυχε τότε απόλυτα στην αποστολή της. Δεν παρέμεινε όμως αδρανής στο προσωπικό της. Συνεχώς το προσωπικό της διδασκόταν νέους τρόπους αντιμετώπισης του εγκλήματος, με την έννοια ότι κάθε παράβαση προσδιοριζόταν από τη γραπτή νομοθεσία και για την οποία προβλεπόταν ποινή από τον ποινικό κώδικα. Η συνεχής ενημέρωση και η άσκηση του προσωπικού κρινόταν αναγκαία.
Όταν μάλιστα απεχώρησε η αγγλική οργανωτική αποστολή, ο αρχηγός της Φρειδερίκος Λοτς Χαλλίντεη, πολύπειρος γύρω από τα εγκλήματα και το σωφρονισμό –είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός στην Αστυνομία της Βεγγάλης και των Ινδιών και ήταν διευθυντής στις φρουριακές φυλακές και το φρενοκομείο του Αίσλινγκτον– στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, αφού ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση και τους συνεργάτες του, αναφέρθηκε ειδικώς στην προσωπικότητα του Γαρδίκα. Είπε ανάμεσα σε άλλα: «εάν βρεθείτε σε δύσκολη θέση ως προς τη λύση ενός ζητήματος, που θα προκύψει στην εξέλιξη των πραγμάτων, θυμηθείτε ότι υπάρχει ένας μόνον άνθρωπος, για να σας βοηθήσει, ο κ. Γαρδίκας…».
Ο Γαρδίκας οργάνωσε επιστημονικά για πρώτη φορά (1925) στη χώρα μας την «Υπηρεσία Εγκληματολογικής Σήμανσης», που άρχισε να χρησιμοποιεί τη δακτυλοσκοπική και φωτογραφική μέθοδο για τη σήμανση και αρχειοθέτηση της ταυτότητας των συλλαμβανομένων εγκληματιών…
Από τότε χιλιάδες εγκλήματα ιδιαίτερα κλοπές, διαρρήξεις, δολοφονίες, έχουν αποκαλυφτεί χάρη στα δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτή είναι μία μέθοδος, που εξασφαλίζει απόλυτη ακρίβεια και προσδιορίζει καθαρά την ταυτότητα ενός προσώπου, που εμπλέκεται στο αδίκημα ή το έγκλημα.
Ο Γαρδίκας είχεν επίσης γνώση (=κατάρτιση) της φυσιογνωμικής (μορφή, δομή, κινητικότητα κ.λ.π.) παρουσίας του εγκληματίου. Κάποτε στο Μαρούσι είχε γίνει ένα στυγερό έγκλημα. Βρέθηκαν δολοφονημένες στο σπίτι τους θεία και ανιψιά. Είχε συγκεντρωθεί απ’ έξω από το σπίτι –μία έπαυλη υψηλών προδιαγραφών– πλήθος κόσμου. Ο Γαρδίκας, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός βρέθηκε εκεί. Κάθισε όρθιος, κρατώντας το μπαστούνι του απέναντι από το σπίτι έξω στο δρόμο και παρακολουθούσε την κίνηση. Ανάμεσα σε τόσο κόσμο χωρίς άλλη διακρίβωση και μόνο από τη φυσιογνωμική παρουσία αναγνώρισε το δολοφόνο, που ήταν, όπως αποδείχτηκε αργότερα και συγγενής των θυμάτων.
Ο Γαρδίκας υπήρξε στυλοβάτης της εγκληματολογικής υπηρεσίας μέχρι το 1968. Τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες. Για την πολύτιμη και μακροχρόνια αυτή συμβολή του στη χώρα μας η Πολιτεία του απένειμε τιμητικά με ειδικό νόμο το 1955 το βαθμό του Υποστρατήγου της Ελληνικής Χωροφυλακής. Αλλά και ως πανεπιστημιακός διδάσκαλος ο Γαρδίκας στην έκτακτη αρχικά έδρα της Εγκληματολογίας (1930) απέδωσε τεράστιους καρπούς. Το 1939 η έκτακτη έδρα ονομάστηκε τακτική έδρα της Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής και ο ίδιος επανεκλέχτηκε τακτικός καθηγητής. Παράλληλα δίδασκε Εγκληματολογία, Σωφρονιστική και Αστυνομική και στις Σχολές Αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας με ιδιαίτερο ζήλο και επιμέλεια μέχρι το 1968. Η Νομική Σχολή του απένειμε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.
Η προσωπικότητα του Γαρδίκα είχε διεθνή προβολή και ακτινοβολία στο χώρο της πρόληψης και της καταστολής των εγκλημάτων. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά και οργανωτικά μέλη της Interpol, της Διεθνούς δηλαδή Αστυνομίας, της οποίας σκοπός είναι η καταδίωξη των εγκλημάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Οι εισηγήσεις του γίνονταν αποδεκτές χωρίς επιφυλάξεις.
Αυτό αντανακλούσε και μία υπερηφάνεια στη χώρα μας, αφού από το 1951 ο Γαρδίκας είχεν οριστεί από τον Ο.Η.Ε. ως ειδικός σε θέματα Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας κατά της Τρομοκρατίας.
Ο Γαρδίκας αγάπησε πραγματικά την επιστήμη του και δεν την εγκατέλειψε. Αφοσιώθηκε στην Εγκληματολογία, τη Σωφρονιστική και την Αστυνομική, τις επιστήμες, που αρίθμησαν πολυάριθμες εκδόσεις. Απέκτησε πολλούς και αξιόλογους μαθητές και μέχρι τα βαθιά γεράματά του, τους συμβούλευε και ήταν κοντά τους. Επισκεπτόταν τους χώρους, που είχαν συντελεστεί τα εγκλήματα, μελετούσε και παρακολουθούσε το ανακριτικό στάδιο. Καθοδηγούσε τους εντεταλμένους σε ασφαλή πορεία και εξιχνίαση. Για την ασφαλή μάλιστα πορεία τους οι ανακριτές είχαν παρωδήσει και το γνωστό ρητό του Μενάνδρου: «Έστι γαρ δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά = Διότι υπάρχει το μάτι της δικαιοσύνης, που τα βλέπει όλα» – έλεγαν λοιπόν: «Έστι γαρ δίκας οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά = Διότι υπάρχει ο οφθαλμός του Γαρδίκα, που τα βλέπει όλα».
Το τελευταίο έργο, που άφησε, είναι «οι Δικτάτορες» (1978). Εκεί διερεύνησε τις ψυχικές διακυμάνσεις των δικτατόρων από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τώρα. Το επιστημονικό πιστεύω του Γαρδίκα συνοψίζεται στο γνωστό ρητό του Πινδάρου: «βάθρον πολίων ασφαλές δίκα = θεμέλιο δηλαδή της πολιτείας ασφαλές είναι η Δικαιοσύνη». Μία δικαιοσύνη χωρίς σφάλματα και αδικίες. «Η βία και τα ναρκωτικά», έλεγε, «είναι οι μεγαλύτερες απειλές της σύγχρονης κοινωνίας. Κάτω απ’ αυτές κρύβονται φοβερά εγκλήματα. Αν αυτές οι απειλές δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, ο κίνδυνος πολλαπλά όλο και θα μεγεθύνεται και η κοινωνία θα συρρικνώνεται αποπροσανατολιζόμενη».