Αρχοντοπούλα η Πόπη, μοσχαναθρεμμένη μοναχοκόρη υψηλόβαθμου υπαλλήλου της Δ.Ε.Η.. Δίπατο, πέτρινο αρχιτεκτόνημα των αρχών του 20ου αιώνα το σπίτι της οικογένειας, προνοητικό δημιούργημα πλούσιου συγγενή εξ Αμερικής, δεσπόζει περήφανο έως σήμερα στη γραφική παραλία με τα δύο πεύκα, πόσο μάλλον τότε που γύρω τα χαμηλά λιθόκτιστα σπιτάκια του ανατολικού συνοικισμού έσκυβαν ταπεινωμένα μπροστά του !
H Πόπη ξεχώριζε από μικρή ανάμεσα στους συμμαθητές της, με τους φιόγκους, τα φουστανάκια, τα δαντελωτά γιακαδάκια, τις μανσέτες, τις γαρνιτούρες και τα ζεστά πανωφόρια της. Τα επιδέξια χέρια της μητέρας, κυρίας Τασίας, έραβαν στη πιο σύγχρονη ραπτομηχανή του νομού, ό,τι πιο καλόγουστο υπήρχε.
Άνθρωπος ήμερος, ευαίσθητος, χαμηλών τόνων, ανεκτικός και δοτικός, μετά τις σπουδές της στην Αγγλική γλώσσα, βρήκε διέξοδο στη διδασκαλία, ανοίγοντας τη δεκαετία 1970-1980 ξενόγλωσσο φροντιστήριο στο ισόγειο του αρχοντικού. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα άρχιζε να στρέφεται δειλά προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Βούιζε η γειτονιά από τον μαθητόκοσμο, ενοχλώντας τα ώτα κάποιων γειτόνων. Καλλιεργημένη, λιγόλογη και ευγενική η Πόπη, προσπερνούσε τις μικρότητες με χαμόγελο. Με την ίδια συγκατάβαση έμελλε να αντιμετωπίσει και τις απρόσμενες δοκιμασίες που θα της επεφύλασσαν τα επόμενα χρόνια. Σαν έτοιμη από καιρό…
Δύο ήταν οι αγάπες της, καταχωνιασμένες βαθιά στη ψυχή της, μακριά από κάθε επιβουλή, η αμερικανική λογοτεχνία, καθώς είχε το προνόμιο να απολαμβάνει το κείμενο χωρίς μετάφραση και οι γάτες της.
-Πού πας, Ποπάκι ;
-Για τσιγάρα και γατοτροφές.
Από τον χαμηλό τοίχο της μεσοτοιχίας μας βλέπαμε καθημερινά την γενναιοδωρία της προς όλες τις γάτες, όχι μόνο της γειτονιάς, όσες έρχονταν, καλοδεχούμενες! Εκείνες, πάλι, την ίδια ώρα, πιστές στο ραντεβού μαζί της, ακολουθώντας το δικό τους δρομολόγιο, περνούσαν ανάμεσα από τα κενά τα οποία άφηναν τα περίτεχνα κάγκελα της βαριάς σιδερένιας αυλόπορτας και συγκεντρώνονταν γύρω από τη στριφτή σιδερένια σκάλα που ένωνε την αυλή με τον πρώτο όροφο, αδημονώντας για την παρουσία της κυράς τους. Εκνευρισμός, σηκωμένες ουρές και νιαουρίσματα μέχρι ν’ ανοίξει η πόρτα. Σε λίγο, όμως, με τον κορεσμό της πείνας, ευχαριστημένες ξάπλωναν νωχελικά στον κήπο, για έναν υπνάκο. Αυτό συνεχίστηκε απρόσκοπτα ακόμα κι όταν έκλεισε το φροντιστήριο, πέθαναν οι γονείς της και οι βιοποριστικές ανάγκες της έγιναν πιο πιεστικές. Τελευταία η Πόπη τάιζε τις γάτες της από το υστέρημά της!
Σκληρή και αδυσώπητη μοίρα συμπλήρωσε το πλαίσιο της ζωής της, με σοβαρή ασθένεια. Το μονόκλωνο λουλούδι λύγισε στον βοριά κι έγειρε ανήμπορο τα πέταλά του στο χώμα. Η αποχώρησή της από την πόλη κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να νοσηλευτεί σε ειδικό κέντρο. Το σπίτι πουλήθηκε σε Ρώσο μεγιστάνα. Μία ολόκληρη εποχή έκλεισε άδοξα, με το κλειδί του χρήματος να γυρίζει την τελευταία βόλτα στα λουκέτα !
Στο διάβα του χρόνου όλο και λιγότεροι γείτονες ρωτούσαν πια για την Πόπη, χαμένοι κι αυτοί στην οικονομική δίνη της χρεοκοπημένης μας χώρας. Τα στόματα έκλεισαν και εκείνη ξεχάστηκε σε νοσοκομεία, ανάμεσα σε Λάρισα και Αθήνα.
Μόνο οι γάτες της δεν την ξέχασαν. Κάθε πρωί στο γνωστό μέρος, την ίδια πάντα ώρα, αναζητούσαν την αγάπη της και τη μυρωδιά της. Αν και είχαν δυσκολέψει γι αυτές τα πράγματα, καθώς η παλιά καγκελόπορτα με τα ανοίγματα αντικαταστάθηκε από άλλη με συμπαγή επιφάνεια μοντέρνας κατασκευής, αυτές απτόητες σκαρφάλωναν στη δική μας κληματαριά ή στην μπουκαμβίλια και από εκεί περνούσαν στον μεσότοιχο μία μία, σαν να κάνανε πασαρέλα. Κοντοστέκονταν για λίγο και πηδούσαν στην αυλή της Πόπης, για να δώσουν το παρόν, όλες συνεννοημένες μεταξύ τους, αφήνοντάς μας πάντα με την ίδια απορία : «Μα, αφού η Πόπη λείπει, οι γάτες γιατί έρχονται ;». Ίσως να οσφραίνονταν από μακριά την αγάπη της, ίσως πάλι να αφουγκράζονταν την καθιερωμένη ερώτηση που μας έκανε η Πόπη, όταν την επισκεπτόμαστε στο Θεραπευτήριο των Μελισσίων : «Οι γάτες μου τι κάνουν ;» Δε γνωρίζω εάν οι γάτες την αναζητούν ακόμα, αφού τον τελευταίο μήνα του 2017 η Πόπη έφυγε για πάντα από κοντά μας, με αξιοπρέπεια, όπως ταίριαζε στον διακριτικό της βίο. Πάντως, όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο, πως οι γάτες της Πόπης γνώριζαν καλύτερα τους δρόμους της αγάπης από εμάς τους ανθρώπους…
Είναι λυπηρό που το νεοκλασικό αρχοντικό πέρασε σε ιδιοκτησία επενδυτή ξένης υπηκοότητας. Κτίσματα σαν αυτό κουβαλούν επάνω τους τις μνήμες της πόλης και οι ίσκιοι τους μαρτυρούν τον παρελθόν της…
Ελένη Καραμπέτσου