Σήμερα όλοι βομβαρδιζόμαστε με νέα και εικόνες φυσικών καταστροφών. Σεισμοί στο Ιράν και την Αιτή, τυφώνες και σεισμοί στην Ιαπωνία, τσουνάμι στην νοτιανατολική Ασία, κυκλώνας στη Νέα Ορλεάνη. Το δραματικό θέαμα που προσφέρουν οι φυσικές καταστροφές μας συγκλονίζει. Ο βαθμός ετοιμότητας των αρχών για την αντιμετώπιση σύγχρονων καταστροφών ποικίλλει. Τις περισσότερες φορές, τα τεχνολογικά προοδευμένα έθνη τείνουν να αντιμετωπίζουν καλύτερα τις θεομηνίες, όχι όμως πάντα. Όπως απέδειξε τραγικά ο κυκλώνας Κατρίνα, ακόμα και οι πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες μπορεί να καταρρεύσουν από μια φυσική καταστροφή , όταν υφίσταται σκανδαλώδες έλλειμμα ηγεσίας, αποδυνάμωση της εξουσίας και διάχυτη ανικανότητα να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.
Ο σεισμός της Λισαβόνας υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές της ιστορίας. Πολλοί αρχηγοί σύγχρονων κρατών θα είχαν να μάθουν πολλά από την διαχείριση της κρίσης στη Λισαβόνα το 1755.
Η Πορτογαλία με τους μεγάλους θαλασσοπόρους, τις υπερατλαντικές κατακτήσεις και τον αμύθητο πλούτο των αποικιών της ,ήταν μια τεράστια Αυτοκρατορία( Η Πορτογαλία είναι η πατρίδα του Λουίς ντε Καμόες,του Φερνάντο Πεσσόα και του Ζόρζε Σαραμάγκου).
Η Λισαβόνα ήταν μία από τις πλέον πλούσιες και εύρωστες πρωτεύουσες της Ευρώπης, με την ισχυρή Καθολική Εκκλησία της, την Ιερά Εξέταση, τους ευγενείς της και την πρωτοφανή ευσέβεια των κατοίκων της. Ήταν η πόλη του Θεού. Η Λισαβόνα με τον αιώνιο Τάγο, είχε ένα κοσμοπολίτικο αέρα, παρόμοιο της Βενετίας και της Ρώμης. Όποιος δεν είχε δει την Λισαβόνα, δεν είχε ζήσει, έλεγε μια παροιμία.
Οι κάτοικοι της Λισαβόνας πίστευαν πως η πόλη τους είναι αιώνια, ή τουλάχιστον χαμένη στο χρόνο. Όμως…
«Ήταν η 1η Νοεμβρίου 1755.Ανέτειλε η ημέρα των Αγίων Πάντων, ανέφελη και φωτεινή, και η χτισμένη με λευκή πέτρα Λισαβόνα λουζόταν στο έντονο φθινοπωρινό φως που σχημάτιζε ψηλοκρεμαστές σκιές των κορυφών από τους γύρω λόφους μέχρι τις όχθες του Τάγου ποταμού. Μια απαλή βορειοανατολική αύρα παράσερνε κορδέλες καπνού από τα τζάκια των μαγειρείων που ζέσταιναν και τα σπίτια της πόλης.
Στο λιμάνι εξαίσιες φρεγάτες και άλλα πολεμικά πλοία με τα απαστράπτοντα κανόνια τους να προεξέχουν από τα παράπλευρα ανοίγματα, και στολίσκοι από εμπορικά καράβια με αγγλικές, ολλανδικές, γαλλικές, ισπανικές, δανέζικες, μαλτέζικες, ενετικές και σημαίες των πόλεων του Ανσεατικού Δεσμού λικνίζονταν απαλά στα καθάρια νερά. Ακόμα και για τον πλέον απαιτητικό παρατηρητή, η Λισαβόνα φάνταζε ευλογημένος τόπος…
Η χορωδία και οι ιερείς είχαν μόλις αρχίσει να ψάλουν το εισοδικό τροπάριο, όταν ολόκληρη η εκκλησία άρχισε να τρέμει και να κλυδωνίζεται σαν πλοίο που έπεσε σε θύελλα. Πολλοί όρμησαν προς τις εξόδους να σωθούν, ορισμένοι όμως αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την εκκλησία και συνέχισαν να προσεύχονται με ζέση ανάμεσα στους πανικοβλημένους πιστούς, ικετεύοντας το Θεό να τους συγχωρήσει, πεπεισμένοι ότι το τέλος, η προ πολλού αναγγελθείσα Αποκάλυψη, βρισκόταν προ των πυλών. Μερικά λεπτά μετά τον πρώτο σεισμό εκδηλώθηκε δεύτερη δόνηση, πολύ πιο βίαιη και σφοδρή από την προηγούμενη. Η δεύτερη σεισμική δόνηση σώριασε τα στέρεα οικοδομήματα από πέτρα και μάρμαρο στη γη σαν χάρτινους πύργους. Μια τρίτη και τελευταία δόνηση ξέσπασε μερικά λεπτά αργότερα, ήταν όμως περιττή, διότι ολόκληρη η Λισαβόνα είχε ήδη ισοπεδωθεί. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας, η Φύση –ή, όπως πιστεύουν οι ευλαβείς κάτοικοι της Λισαβόνας, ο οργίλος Θεός-κατέφερε να αφανίσει όλα όσα είχαν φτιάξει με μόχθο οι άνθρωποι να τους αιώνες…
Στο φως της ημέρας αποκαλύφτηκε μια φλεγόμενη πόλη. Τα κεριά που φώτιζαν τις εκκλησίες της Λισαβόνας και οι καλοστημένες θράκες που θέρμαιναν πολλά σπίτια της πόλης έκαιγαν τώρα εκτός ελέγχου. Η πρωινή αύρα γύρισε σε δυνατό αέρα που φούντωνε τις φλόγες. Με τη γη να σείεται, με τα παλάτια και τα σπίτια να σωριάζονται παντού στο χώμα και με τη φωτιά να προελαύνει ανεμπόδιστη , πολλοί από όσους κατάφεραν να βγουν από την καταστροφή ζωντανοί και αρτιμελείς έτρεξαν προς τις όχθες του ποταμού Τάγου…
Σε μια στιγμή ακούστηκε μια ουρανομήκη κραυγή. -Η θάλασσα έρχεται καταπάνω μας, θα χαθούμε όλοι… Τρία παλιρροϊκά κύματα σάρωσαν την παραλία της Λισαβόνας εκείνη την ημέρα των Αγίων Πάντων. Εκδηλώθηκαν γύρω στις έντεκα το πρωί, μιάμιση ώρα μετά την πρώτη σεισμική δόνηση, και επέφεραν τα καταστρεπτικά τους αποτελέσματα σε διάστημα μικρότερο των πέντε λεπτών… Η Λισαβόνα δεν υπήρχε πια…
Οι ιερείς εξακολουθούσαν να προσεύχονται, οι πριγκίπισσες κλαψούριζαν απαρηγόρητες και ο βασιλιάς κατηφής και αδύναμος, περιέπεσε στην κατάσταση που οφείλουν να αποφεύγουν όλοι οι μονάρχες : δείλιασε. Στο απόγειο αυτής της διόλου θετικής συγκυρίας, αδράνειας και απόγνωσης που απειλούσε να εγκαταλείψει τη Λισαβόνα στη θεία πρόνοια και στη μοίρα, εμφανίστηκε ένας από τους υπουργούς του βασιλιά, ο Sebastiao jose de Carvalho e Melo, ευρύτερα γνωστός ως μαρκήσιος de Pombal. Όταν οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, ο Carvalho ενοχλήθηκε βαθιά από τις σκηνές σύγχυσης και θείων επικλήσεων και από το θέαμα του μονάρχη του, που είχε προφανώς κυριευθεί από παραλυτική αγωνία. Η συνομιλία που ακολούθησε ήταν σημαντική, σχεδόν αποκαλυπτική, και σηματοδότησε την απάντηση στην κρίση με την ακρίβεια αφορισμού.
– Τι πρέπει να γίνει για να ανταποκριθούμε σε αυτή την επιβολή θείας δικαιοσύνης; αναφώνησε ο βασιλιάς.
– Να θάψουμε τους νεκρούς και να ταίσουμε τους επιζώντες, απάντησε ο Carvalho….»
* * *